- Κοστοφαγος
- ΚοστοφάγοςΚοστο-φάγος(ᾰ) ὅ Костоед, «Любитель растения кост» (имя мыши) Batr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοστοφάγος — κοστοφάγος, ὁ (Α) κωμική ονομασία βατράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόστος (Ι), ο + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. κοσμο φάγος, σαρκο φάγος] … Dictionary of Greek